- σέρτης
- ο , σέρτισσα η1) вспыльчивый, горячий, раздражительный человек; 2) мстительный человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σέρτης — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «γερανός. Πολυρρήνιοι». (II) ο, θηλ. σέρτισσα, Ν άνθρωπος οξύθυμος, σκληρός και εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sert] … Dictionary of Greek
σέρτης — ο θηλ. σέρτισσα (λ. τουρκ.), άνθρωπος οξύθυμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σέρτικος — η, ο, Ν [σέρτης (ΙΙ)] 1. (για καπνό) βαρύς, δυνατός 2. μτφ. (για πρόσ.) ο σέρτης (ΙΙ) … Dictionary of Greek